φαρμακοφορείο

φαρμακοφορείο
το, Ν [φαρμακοφόρος]
στρ. φορείο φαρμάκων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φαρμακοφορείο — το φορείο φαρμάκων, στρατιωτικό όχημα μεταφοράς φαρμάκων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”